- πακτοποιός
- πακτοποιός, ὁ,A = πακτωνοποιός, PMasp.20.17 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πακτοποιούς — πακτοποιός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)